- μελλονύμφου
- μελλόνυμφοςabout to bemasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λουτροφορώ — λουτροφορῶ, έω (Α) [λουτροφόρος] μεταφέρω νερό για λούσιμο μελλονύμφου … Dictionary of Greek